- αυτοσταδίη
- αὐτοσταδίη, η (Α)μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοσταδίῃ — αὐτοσταδίη stand up fight fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσταδίᾳ — αὐτοσταδίαι , αὐτοσταδίη stand up fight fem nom/voc pl αὐτοσταδίᾱͅ , αὐτοσταδίη stand up fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)